Πέρασε ήδη ενάμισης χρόνος από το προηγούμενο βιβλίο μου, Η Έξοδος. Εκεί, όπως κι εδώ, συμπεριέλαβα τις εβδομαδιαίες αναρτήσεις μου στο blog «Οικονομικές Αντιλογίες» που φιλοξενείται στο in.gr από τον Ιούνιο του 2011. Όπως όμως και στην Έξοδο, έτσι και στους Δύο Πειρασμούς, σημαντικά σημεία του βιβλίου βρίσκονται στα μέρη του που γράφτηκαν ειδικά γι’ αυτό (δεν έχουν, δηλαδή, εκδοθεί προηγουμένως οπουδήποτε αλλού).
Έγραφα τότε στην Έξοδο ότι με το βιβλίο εκείνο υπέβαλα τον εαυτό μου στη βάσανο της επιβεβαίωσης μέσα στο χρόνο, αφού τα παλαιότερα κείμενα δημοσιεύονται (όπως και εδώ) αναλλοίωτα. Άρα ο καθένας μπορεί να ελέγχει με τη βοήθεια της πραγματικότητας την ακρίβεια των ισχυρισμών. Το ίδιο συμβαίνει βέβαια και με το παρόν βιβλίο.
Εάν μπορείς να εκτιμάς τη μελλοντική εξέλιξη, τότε έχεις προσφέρει στη διαμόρφωση του μέλλοντος. Αυτός είναι και ο ρόλος του παρόντος βιβλίου. Με βάση μία προσέγγιση πολιτικής οικονομίας συμβάλλει στην εκτίμηση αυτών που θα συμβούν τα επόμενα χρόνια στην Ελλάδα. Έτσι ο αναγνώστης μπορεί να τοποθετηθεί μέσα στις μελλοντικές εξελίξεις.
Με αφορμή τον τίτλο που είχα διαλέξει για το βιβλίο αυτό, ξαναδιάβασα τον Τελευταίο Πειρασμό του Καζαντζάκη και ξαναέζησα την αιώνια πάλη της σάρκας με το πνεύμα. Μου ήρθε λοιπόν στο μυαλό ένα βασικό συμπέρασμα, στο οποίο είχα καταλήξει στο διδακτορικό μου: Όλη την ύπαρξη του ελληνικού κράτους τη χαρακτήριζε πάντοτε μία ανάλογη μάχη: η μάχη της επιβίωσης και της ανάπτυξης. Με άλλα λόγια, η ανάγκη για επιβίωση της ελληνικής οικονομίας αντιστρατευόταν, σχεδόν σε όλη τη νεοελληνική ιστορική διαδρομή, τις προϋποθέσεις ανάπτυξής της.
Τα πρώτα δάνεια της γέννησης του ελληνικού κράτους συνδέθηκαν με τον απελευθερωτικό αγώνα και το προϊόν τους δεν εισέρρευσε ποτέ στην οικονομία με αποτέλεσμα να την οδηγήσουν στην πρώτη πτώχευση. Ο τραγικός Ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 που απείλησε την ύπαρξη του νεοελληνικού κράτους συνδέθηκε με τη δεύτερη πτώχευση. Όταν οι νικήτριες χώρες οργάνωναν την οικονομία τους μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, εμείς οδηγούμασταν στη Μικρασιατική καταστροφή. Όταν οι νικήτριες χώρες του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου εισέρχονταν στη μεγάλη μεγέθυνση των δεκαετιών’50 και ’60, εμείς βγαίναμε από τον εμφύλιο πόλεμο γεμίζοντας την κοινωνία με ανεκπλήρωτες επιθυμίες. Όταν όλοι απολάμβαναν το μεταπολεμικό μέρισμα ειρήνης, εμείς με τη δικτατορία στο κεφάλι μας αυξάναμε –σχεδόν περισσότερο από κάθε άλλον– τις στρατιωτικές δαπάνες σε βάρος της ανάπτυξής μας. Όταν τις δεκαετίες μεταξύ του 1980 και του 2000 θα έπρεπε να οργανώσουμε την είσοδό μας στον παγκοσμιοποιημένο κόσμο, εμείς θεραπεύαμε τη μεταδικτατορική πολιτική παρακαταθήκη της επίτευξης πλήρους απασχόλησης μέσω του δημόσιου τομέα αναζωπυρώνοντας τις διαχωριστικές γραμμές των ηττημένων και των νικητών. Σήμερα, για να διασωθεί η οικονομία εφαρμόζεται ένα σκληρό πρόγραμμα σταθεροποίησης που αντιστρατεύεται τις βραχυπρόθεσμες αναπτυξιακές δυνατότητές της ελπίζοντας στο αβέβαιο μέλλον προκαλώντας στην Ελλάδα (αλλά και σε όλη την Ευρώπη) μία βαριά σύγχιση για το ποιος δικαιώνεται και ποιος όχι.
Έτσι δεν μας δόθηκε μέχρι σήμερα η δυνατότητα να σχεδιάσουμε μακροπρόθεσμα, ώστε να κατορθώσουμε να προωθήσουμε την ανάπτυξη, αφού θα έχουμε εξασφαλίσει τις συνθήκες επιβίωσης. Μας κατέκλυζε η βραχυχρόνια ανάγκη της επιβίωσης; Δεν πειθόμαστε ότι είναι ανάγκη να κάνουμε κάτι τέτοιο; Μπορεί. Τα διλήμματα τα λύναμε με βάση την προοπτική που συνήθως έδινε μια άμεση λύση αγνοώντας τις ανάγκες της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης.
Έτσι έγινε και τώρα. Επιβάλαμε άμεσες λύσεις στο πρόβλημα της υπερχρέωσης και δε προβλέψαμε για το μέλλον. Το εντυπωσιακό μάλιστα είναι ότι το έλλειμμα αυτό το εμφάνισαν και οι εταίροι μας και όχι μόνο η Ελληνική πλευρά. Η επιβεβλημένη σταθεροποίηση που επετεύχθη δεν προδικάζει μία δυνατή επανάκαμψη στην ανάπτυξη. Για να συμβεί αυτό θα πρέπει να υπάρξει και ουσιαστική κοινωνική συζήτηση, συναίνεση και κατ’ επέκταση μακροπρόθεσμη αύξηση της προβλεπτικότητας. Όλα αυτά όμως, σταθεροποίηση και μεσοπρόθεσμη αύξηση της προβλεπτικότητας, και πάλι είναι μόνο αναγκαίες συνθήκες και όχι και ικανές για την δυναμική ανάπτυξη. Το εξωτερικό περιβάλλον και οι διεθνείς συνθήκες (ευρωπαϊκή πολιτική) θα παίξουν πολύ μεγάλο ρόλο. Τέλος, ένας ουσιαστικός εσωτερικός σχεδιασμός είναι εντελώς απαραίτητος για τη συμπλήρωση των ικανών συνθηκών.
Η τρίχρονη πάντως σταύρωση της ελληνικής κοινωνίας (2010-2013) είναι γεμάτη ανθρώπινο πόνο και σκληρά διλήμματα που δε λένε να τελειώσουν.
Στην Έξοδο όπως και στο The Greek Economy and the Crisis: Challenges and Responses είχα πάρει τη θέση πως ήταν απολύτως ορθό ότι τον Απρίλιο του 2010 η χώρα συνεργάστηκε μαζί με τη διεθνή κοινότητα διασώζοντας την παγκόσμια και την ελληνική οικονομία, αγνοώντας τους πτωχολόγους και τους καταστροφολόγους που πρότειναν να τους απειλήσουμε ότι θα κρατήσουμε τη μύτη μας για να πνιγούμε, αρχικά για να τους εκβιάσουμε, αλλά ουσιαστικά ανοίγοντας την πόρτα από την οποία θα μπορούσαμε να έχουμε πνιγεί. Γιατί οποιοσδήποτε μπορεί να πνιγεί όποτε τον οδηγήσει εκεί το μυαλό του. Τους άλλους και την κοινωνία δεν έχει κανένα δικαίωμα να τους επηρεάζει προς την κατεύθυνση αυτή.
Ο τρόπος όμως διάσωσης είχε και έχει πολύ μεγάλο πρόβλημα οργάνωσης και σχεδιασμού: Έχει δοθεί μεγάλη έμφαση στη δημοσιονομική συρρίκνωση και παρατηρείται επιμονή στη διαρθρωτική αναπροσαρμογή με στόχο να αντιστραφεί το παραγωγικό πρότυπο: Από οικονομία της δημόσιας και της ιδιωτικής κατανάλωσης να γίνει οικονομία των εξαγωγών και των επενδύσεων! Έτσι όμως η ζήτηση εξαερώθηκε, η οικονομία αποδιαρθρώθηκε και οι διαρθρωτικές μεταβολές αργούν να αποδώσουν. Αποτέλεσμα: 3,6 εκατ. εργαζόμενοι, 1,4 εκατ. άνεργοι και 6 εκατ. περίπου πολίτες συνταξιούχοι και ανενεργοί πολίτες! Τελικά, μήπως το νέο παράδειγμα της υγιούς οικονομίας είναι για λιγότερους πολίτες μέσα σε μία Ευρώπη με περιορισμένη εργατική κινητικότητα;
Τώρα, λοιπόν, που ήρθε η έξοδος από τη βαθιά κρίση και εισήλθαμε στη φάση της σταθεροποίησης προβλέπεται μία ανάκαμψη χαμηλής πτήσης: Ένα 2014 όπου μάλλον ελαφρά θα υπερισχύσουν οι θετικοί ρυθμοί και μια αναιμική μεγέθυνση από εδώ και πέρα, στο πλαίσιο μιας αναιμικής ευρωπαϊκής ανάκαμψης, που δεν θα μπορεί να απορροφήσει το εκρηκτικό κοινωνικό πρόβλημα που δημιούργησε η οικονομική κρίση.
Η προοπτική αυτή είχε προδιαγραφεί στην Έξοδο και αποτυπώνεται με σαφήνεια στο παρόν βιβλίο, το οποίο περιγράφει την πορεία αυτή να περνάει μέσα από τις δύο συμπληγάδες της Αντισυστημικότητας και του Γ΄ Μνημονίου.
Πρόκειται για τους δύο τελευταίους Μεγάλους Πειρασμούς αυτής της πορείας. Η ελληνική κοινωνία θα τους αντιμετωπίσει τα δύο επόμενα χρόνια απειλούμενη διαρκώς από την κοινωνική αγωνία για τους ανέργους και τους φτωχούς.
Μεταξύ αυτών των άκρων υπάρχει ο δρόμος της Δημοκρατίας και της Ανάπτυξης. Γιατί φαίνεται ότι Δημοκρατία και Ανάπτυξη είναι δύο στενά συνδεμένες έννοιες. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και η επιστημονική έρευνα δείχνει ότι ο δημοκρατικός τρόπος οργάνωσης των κοινωνιών έχει μετρήσιμες ποσοτικές επιδράσεις στη μεγέθυνση της οικονομίας. Αυτό οφείλεται, από τη μία μεριά, στην ενθάρρυνση των επενδύσεων λόγω δικλείδων σταθερότητας και συνέχειας, στη βελτίωση του εκπαιδευτικού επιπέδου, την παρακίνηση εισαγωγής μεταρρυθμίσεων, τη βελτίωση της προσφοράς των δημόσιων αγαθών και τη μείωση της κοινωνικής δυσφορίας. Από την άλλη, οφείλεται στην προώθηση της ισότητας και στην εξομάλυνση των διογκωμένων εισοδηματικών ανισοτήτων που συνήθως συνοδεύουν τον εκδημοκρατισμό των κοινωνικών δομών.
Το ζήτημα που επεξεργάζεται λοιπόν το βιβλίο αυτό αφορά την πορεία της ελληνικής οικονομίας στη μετά το Β΄ Μνημόνιο εποχή: Θα ακολουθήσει η είσοδος σε ένα Γ΄ Μνημόνιο (παροχή εξωτερικής βοήθειας υπό αυστηρές - λίγο ή πολύ - συνθήκες), θα επιλεγεί ο δρόμος της αντισυστημικότητας (έξοδος από το ευρώ) ή θα ακολουθηθεί ένας δρόμος σταδιακής αποκατάστασης της θεσμικής λειτουργίας και της εφαρμογής προγραμμάτων οικονομικής πολιτικής, των οποίων η ιδιοκτησία θα ανήκει στα εκλεγμένα όργανα της ελληνικής πολιτείας;
Η Αντισυστημικότητα (Κεφ. 13) και το Γ΄ Μνημόνιο (Κεφ. 14) ασκούν εξαιρετική γοητεία στους υποστηρικτές τους. Τα κοινά τους χαρακτηριστικά είναι δύο: Το πρώτο είναι η ευκολία της επιχειρηματολογίας για την υποστήριξή τους. Η Αντισυστημικότητα υπόσχεται την ελπίδα του άγνωστου και του πρωτοεφαρμοζόμενου. Περιλαμβάνει επίσης μία εξαιρετικά δημοφιλή περιγραφική κριτική της επικρατούσας οικονομικής κατάστασης και μία υπόσχεση παγκόσμιας μεταβολής και αλλαγής. Το δεύτερο είναι ότι διαμορφώνουν ένα κανονιστικό περιβάλλον έκτακτης ανάγκης και αναγκαστικής εκτέλεσης.
Η επικράτηση της αντισυστημικότητας θα οδηγήσει σε πολλές και διάφορες μορφές άσκησης πολιτικής αναγκαστικού χαρακτήρα με αντιθεσμικά χαρακτηριστικά. Οι λόγοι κυρίως είναι δύο: Από τη μία μεριά, υπάρχουν άγνωστες και σε μεγάλο βαθμό τεχνικές διαδικασίες (αποκοπή από την Ευρωζώνη και το ευρώ) που δεν γνωρίζουμε πώς λειτουργούν και πώς υλοποιούνται. Έτσι δεν υπάρχει γνωστό εσωτερικό θεσμικό πλαίσιο που να μπορεί να τις παρακολουθήσει. Η κατάρρευση του συστήματος συναλλαγών θα είναι το πρώτο πεδίο καταστροφικών επιπτώσεων. Από την άλλη, όλα αυτά θα συμβούν σε ένα διεθνές περιβάλλον που και αυτό δεν είναι έτοιμο να χειριστεί παρόμοια ζητήματα. Άρα η επικοινωνία του εξωτερικού και του εσωτερικού λειτουργικού πλαισίου θα έχει προβληματικό και υποχρεωτικά, αναγκαστικό χαρακτήρα.
Ένα Μνημόνιο επίσης είναι ένας πολύ στενός οδηγός οικονομικής και κοινωνικής λειτουργίας που επικαλείται έκτακτες συνθήκες με στόχο την τήρηση με κάθε κόστος συγκεκριμένων στόχων διαρθρωτικής μεταβολής σε αντάλλαγμα ευρύτερη γεωστρατηγική και οικονομική ασφάλεια (ευρωπαϊκή πορεία) και κάλυψη των χρηματοδοτικών αναγκών. Λόγω των έκτακτων συνθηκών που επικαλείται, υπόσχεται τήρηση των στόχων που τίθενται και μετάθεση της ευθύνης σε υπερκείμενα όργανα.
Αντιθέτως ο δρόμος μεταξύ των Δύο Πειρασμών είναι γεμάτος σκληρές αποφάσεις στις οποίες πρέπει συνεχώς να αναμετράται το κοινωνικό κόστος και όφελος. Προϋποθέτει διεύρυνση των γνώσεων και κατανόηση των διεθνών γεωστρατηγικών εξελίξεων. Σημαίνει κοστοβόρες μεταβολές συνηθειών και συγκρούσεις κοινωνικού χαρακτήρα. Σημαίνει συνεχή εγρήγορση και ανάληψη ευθύνης αποφάσεων. Με άλλα λόγια, σημαίνει ανάκτηση μέρους της εθνικής κυριαρχίας χωρίς την ανάγκη κινδύνου διεθνούς απομόνωσης και πλεύσης σε αχαρτογράφητα νερά, όπως στην περίπτωση της υιοθέτησης της αντισυστημικότητας.
Ο δρόμος όμως αυτός περνάει και μέσα από μία ακόμη οξεία πολιτική σύγκρουση, αυτή δηλαδή της επόμενης εκλογικής αναμέτρησης. Όσοι πίστεψαν ότι η πολιτική σύγκρουση του Ιουνίου του 2012 ήταν η τελευταία οξεία σύγκρουση με διακύβευμα τη μελλοντική πορεία της Ελλάδας, μπορεί να διαψευστούν.
Η φυσιολογική πορεία των πραγμάτων μετά τον Ιούνιο του 2012 προδιαγραφόταν αρκετά ομαλή: Σταθεροποίηση της οικονομίας, εκλογή προέδρου (που δε θα οδηγούσε σε εκλογές), συμφωνία χρέους και απόφαση για ένταξη της Ελλάδας σε πρόγραμμα με Προληπτική Γραμμή Πιστώσεων που θα εξασφάλιζε την κάλυψη των χρηματοδοτικών κενών σε περίπτωση αδυναμίας κάλυψης από τις αγορές, πάντοτε υπό συνθήκες προσαρμογής σε μία σειρά από διαρθρωτικές παρεμβάσεις. Εν τέλει βουλευτικές εκλογές θα γίνονταν, το πιο πιθανόν, το φθινόπωρο του 2015 ή το αργότερο την άνοιξη του 2016. Mία τέτοια εξέλιξη -ανεξαρτήτου αποτελέσματος στις βουλευτικές εκλογές- δε θα συνεπαγόταν αύξηση του πολιτικού κινδύνου.
Η επικείμενη όμως σύγκρουση γύρω από την εκλογή του Προέδρου ενδεχομένως να αναβάλει τις συμφωνίες χρέους και εξόδου από το Β΄ Μνημόνιο και να οδηγήσει σε εκλογές. Στην περίπτωση αυτή μπορεί να είναι εκλογές με ιδιαίτερη οξύτητα και με έντονο διλημματικό χαρακτήρα: Από τη μία μεριά είναι πολύ πιθανόν ότι θα υπάρξει μία «ευρωπαϊκή γραμμή» που θα προτείνει μία συνέχιση της ομαλής σχέσης με τους Ευρωπαίους εταίρους και θα περιλαμβάνει συμφωνία χρέους με επιμήκυνση και μείωση επιτοκίου και ένταξη σε Προληπτική Γραμμή Πιστώσεων, με προστασία του Ελληνικού Τραπεζικού Συστήματος μετά τα αποτελέσματα των Stress Tests των Ευρωπαϊκών Τραπεζών. Από την άλλη, θα αντιπαραταχθεί μία πολιτική γραμμή σκληρής διαπραγμάτευσης με τους εταίρους μας που θα εμπνέεται και από τις απόψεις του ΔΝΤ περί μείωσης των δανείων των ευρωπαϊκών επίσημων δανείων. Η πρόταση βεβαίως του ΔΝΤ δεν περιλαμβάνει την απομείωση των δανείων που έχει δώσει το ΔΝΤ, το οποίο διατηρεί την κατάσταση του «περισσότερο προστατευομένου δανειστή» φέρνοντας την ευρωπαϊκή πολιτική ελίτ αντιμέτωπη με τους φορολογουμένους της. Έτσι οι δαίμονες της παγκόσμιας πολιτικής σύγκρουσης στις αρχές των διασώσεων (αρχές του 2010) θα ξαναέρθουν στη βασική σκηνή των εξελίξεων.
Αυτό όμως είναι ένα μόνο εναλλακτικό σενάριο απέναντι στην ομαλή εξέλιξη των πραγμάτων. Μπορεί να προκύψουν και διαφορετικές παραλλαγές οι οποίες όμως όλες θα έχουν κοινό παρονομαστή την πόλωση και την πολιτική σύγκρουση.
Εάν η σύγκρουση οξυνθεί πάρα πολύ και ανέβει ξανά ο πολιτικός κίνδυνος, με αποτέλεσμα την άνοδο των επιτοκίων του Ελληνικού δημόσιου χρέους (πάνω από 6 – 6,5%), θα είναι πολύ δύσκολο, ανεξαρτήτως της πολιτικής έκβασης της σύγκρουσης αυτής, να αποφευχθεί η ένταξη σε Προληπτική Γραμμή Πιστώσεων με ιδιαίτερα αυστηρούς όρους ή σε Γ΄ Μνημόνιο.
Συνεπώς στα αμέσως επόμενα χρόνια και υπό το καλύτερο σενάριο η αναιμική ανάκαμψη θα τροφοδοτεί την πολιτική αντιπαράθεση, και στο βάθος της εικόνας, τις κεντρόφυγες δυνάμεις (προς την Αντισυστημικότητα και το Γ΄ Μνημόνιο), απονευρώνοντας την κοινωνική αναπτυξιακή δυναμική, χωρίς ταυτοχρόνως να έχει διαμορφωθεί ένα οικονομικό μοντέλο που να είναι συμβατό με τις επικρατούσες ευρωπαϊκές προδιαγραφές ενσωμάτωσης στην παγκοσμιοποιημένη οικονομία.
Θα μπορούσε όμως να υπάρξει πολιτική υπέρβαση και να μετατραπεί η περίοδος αυτή σε μία περίοδο εμβάθυνσης της Δημοκρατίας μας και ενηλικίωσης της οικονομικής συμπεριφοράς μας. Η σκιαγράφηση του μέλλοντος (άρα και το βιβλίο αυτό) βοηθάει για την υπέρβαση αυτή. Μόνο η Δημοκρατία εξασφαλίζει την απελευθέρωση παραγωγικών δυνάμεων, από τη μία μεριά, και μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων, από την άλλη. Εάν η ενηλικίωσή μας αποδυναμώσει τις κεντρόφυγες δυνάμεις, ίσως μπορέσουμε να συζητήσουμε συναινετικά για το μέλλον μας. Χρόνο κερδίσαμε. Ας τον αξιοποιήσουμε, για να δώσουμε ξανά διέξοδο στη δημιουργική μεσαία τάξη, τους ανέργους και τους φτωχούς.
Θα ήθελα να ευχαριστήσω ιδιαίτερα την ερευνητική μου ομάδα που αποτελείται από τους Δ. Βαλσαμή, Κ. Καυκά, Π. Κωστή, Κ. Στρατή, καθώς και τον Μ. Κατσιμίτση για τη φιλολογική επιμέλεια του βιβλίου. Επίσης, τη γραμματέα μου Κ. Ανομίτρη η οποία με συνέδραμε διοικητικά, σε όλη τη διάρκεια του έργου. Τέλος, θα ήθελα να ευχαριστήσω την βασική μου συνεργάτιδα Ε. Γκιούλη για τις πολύτιμες εποικοδομητικές παρατηρήσεις της σε όλη τη διάρκεια της συγγραφής του παρόντος.
Ευτυχώς η γυναίκα μου και η κόρη μου με υπομένουν όπως πάντα.
Τα λάθη παραμένουν δικά μου.
Π.Ε. Πετράκης,
Μάιος 2014